σαλατιέρα

σαλατιέρα
η, Ν
μεγάλο και βαθύ επιτραπέζιο σκεύος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα τής σαλάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλάτα + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ζαχαρ-ιέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαλατιέρα — η ειδικό πιάτο για τη σαλάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”